καταμετρῶ

καταμετρῶ
καταμετρέω
measure out
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καταμετρέω
measure out
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
καταμετρέω
measure out
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καταμετρέω
measure out
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταμετρώ — καταμετρώ, καταμέτρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καταμετρώ, καταμετρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό: κατακρατιόμουν …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταμετρώ — και καταμετράω καταμέτρησα, καταμετρήθηκα, καταμετρημένος, μετρώ κάτι ακριβώς και σε όλες τις διαστάσεις: Καταμετρούν τις ψήφους των εκλογών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταμετρώ — (AM καταμετρῶ, έω) μετρώ ακριβώς και σε όλες τις διαστάσεις αρχ. 1. διανέμω κάτι χρησιμοποιώντας ορισμένο μέτρο 2. καθορίζω γη την οποία κατέχω ως στρατιωτικό κλήρο 3. χρησιμεύω ως μέτρο κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ακαταμέτρητος — η, ο (Α ἀκαταμέτρητος, ον) [καταμετρῶ] όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί «ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος» …   Dictionary of Greek

  • ανακαταμετρώ — ( άω και έω) κάνω νέα καταμέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταμετρώ] …   Dictionary of Greek

  • απαριθμώ — (AM ἀπαριθμῶ, έω) 1. μετρώ ένα προς ένα, καταμετρώ, κάνω απογραφή 2. μτφ. αναφέρω κατά σειρά, διηγούμαι αρχ. 1. υπολογίζω, λογαριάζω 2. επιστρέφω χρήματα, ξεπληρώνω …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρώ — ( έω) (AM γεωμετρῶ, έω) [γεωμέτρης] είμαι γεωμέτρης, ασχολούμαι με τη γεωμετρία μσν. παθ. γεωμετροῡμαι είμαι ή γίνομαι αντικείμενο μελέτης αρχ. μετρώ, καταμετρώ …   Dictionary of Greek

  • δεκατίζω — 1. προσφέρω το ένα δέκατο τών αγαθών μου ή τής παραγωγής μου 2. αποδεκατίζω 3. δεκατιάζω 4. μετρώ ανά δέκα 5. μετρώ, καταμετρώ 6. φρ. «δεκάτιζε τα λόγια σου» μέτρα τα λόγια σου, μην πολυλογείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856… …   Dictionary of Greek

  • εκμετρώ — ( έω) (AM ἐκμετρῶ) φρ. «ἐκμετρῶ τὸν βίον, τὸ ζῆν» πεθαίνω αρχ. 1. καταμετρώ 2. μετρώ τις διαστάσεις, παίρνω μέτρα 3. (για χρόνο) περνώ 4. αργοπορώ 5. πορεύομαι, οδοιπορώ 6. υπολογίζω …   Dictionary of Greek

  • εξαριθμώ — ἐξαριθμῶ, έω (AM) [εξάριθμος (I)] 1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.) 2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.) 3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”