καταμετρώ — καταμετρώ, καταμέτρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καταμετρώ, καταμετρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό: κατακρατιόμουν … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταμετρώ — και καταμετράω καταμέτρησα, καταμετρήθηκα, καταμετρημένος, μετρώ κάτι ακριβώς και σε όλες τις διαστάσεις: Καταμετρούν τις ψήφους των εκλογών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταμετρώ — (AM καταμετρῶ, έω) μετρώ ακριβώς και σε όλες τις διαστάσεις αρχ. 1. διανέμω κάτι χρησιμοποιώντας ορισμένο μέτρο 2. καθορίζω γη την οποία κατέχω ως στρατιωτικό κλήρο 3. χρησιμεύω ως μέτρο κάποιου … Dictionary of Greek
ακαταμέτρητος — η, ο (Α ἀκαταμέτρητος, ον) [καταμετρῶ] όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί «ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος» … Dictionary of Greek
ανακαταμετρώ — ( άω και έω) κάνω νέα καταμέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταμετρώ] … Dictionary of Greek
απαριθμώ — (AM ἀπαριθμῶ, έω) 1. μετρώ ένα προς ένα, καταμετρώ, κάνω απογραφή 2. μτφ. αναφέρω κατά σειρά, διηγούμαι αρχ. 1. υπολογίζω, λογαριάζω 2. επιστρέφω χρήματα, ξεπληρώνω … Dictionary of Greek
γεωμετρώ — ( έω) (AM γεωμετρῶ, έω) [γεωμέτρης] είμαι γεωμέτρης, ασχολούμαι με τη γεωμετρία μσν. παθ. γεωμετροῡμαι είμαι ή γίνομαι αντικείμενο μελέτης αρχ. μετρώ, καταμετρώ … Dictionary of Greek
δεκατίζω — 1. προσφέρω το ένα δέκατο τών αγαθών μου ή τής παραγωγής μου 2. αποδεκατίζω 3. δεκατιάζω 4. μετρώ ανά δέκα 5. μετρώ, καταμετρώ 6. φρ. «δεκάτιζε τα λόγια σου» μέτρα τα λόγια σου, μην πολυλογείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856… … Dictionary of Greek
εκμετρώ — ( έω) (AM ἐκμετρῶ) φρ. «ἐκμετρῶ τὸν βίον, τὸ ζῆν» πεθαίνω αρχ. 1. καταμετρώ 2. μετρώ τις διαστάσεις, παίρνω μέτρα 3. (για χρόνο) περνώ 4. αργοπορώ 5. πορεύομαι, οδοιπορώ 6. υπολογίζω … Dictionary of Greek
εξαριθμώ — ἐξαριθμῶ, έω (AM) [εξάριθμος (I)] 1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.) 2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.) 3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω,… … Dictionary of Greek